- πετόμενος
- πέτομαιflypres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορσιπέτης — ὀρσιπέτης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑψοῡ πετόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. αερο πέτης] … Dictionary of Greek
ԹԵՒԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0809 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c ա. πτερωτός, ὐποπτέρος, πετόμενος, πετάμενος alatus, pennatus Ունակ թեւոց. թռչուն, եւ թռչողական. ... *Զամենայն թռչունս թեւաւորս. Ծն. ՟Ա. 20. 21: Սղ. ՟Հ՟Է. 27:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)